περιθήκιο

περιθήκιο
Το φιαλοειδές καρπόσωμα των ασκομυκήτων της ομάδας των πυρηνομυκήτων, που περικλείνει τους ασκούς. Περιθήκιο του είδους ερύσιφος.
* * *
το, Ν
1. κοίλος, σφαιρικός ή λαγηνοειδής, καρποφόρος τών ασκομυκήτων
2. παχύ επιδερμίδιο που καλύπτει τον υδροκαυλό τών πολυπόδων στις αποικίες τών καλυπτοθλαστικών υδροζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perithecium (< περι-* + θήκη + επίθημα -ium). Η λ., στον λόγιο τ. περιθήκιον, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρηνομύκητες — οι, Ν (μυκητ.) κλάση ασκομυκήτων η οποία περιλαμβάνει τους ασκομύκητες που παράγουν περιθήκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrenomyketes (< πυρήνας + μύκητες). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”